- δυσανασχετοῦντα
- δυσανασχετέωbear illpres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)δυσανασχετέωbear illpres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαποκτείνω — ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α) σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»] … Dictionary of Greek